νοθογενής

νοθογενής
-ές (Α νοθαγενής, Μ νοθογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο, νόθος
νεοελλ.
(για ζώο ή φυτό) αυτός που προέρχεται από διασταύρωση διαφορετικών ειδών
μσν.
αναξιόπιστος
αρχ.
αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόθος + -γενής (< γένος). Το -- του νοθᾱγενής οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • νοθαγενής — νοθαγενής, ές (Α) βλ. νοθογενής …   Dictionary of Greek

  • νοθογένεια — η 1. η κατάσταση τού νοθογενούς, η γέννηση από μη νόμιμο γάμο 2. (για ζώα ή φυτά) η γέννηση από ανόμοιο είδος γονέων, με σκοπό την παραγωγή νέων ποικιλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοθογενής. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. του γερμ. Hybridismus. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”