- νοθογενής
- -ές (Α νοθαγενής, Μ νοθογενής, -ές)αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο, νόθοςνεοελλ.(για ζώο ή φυτό) αυτός που προέρχεται από διασταύρωση διαφορετικών ειδώνμσν.αναξιόπιστοςαρχ.αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόθος + -γενής (< γένος). Το -ᾱ- του νοθᾱγενής οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.